- φώκαις
- φώκηsealfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωκαΐς — και φωκαιΐς, ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. ως κύριο όν. Φωκαΐς τίτλος ποιήματος τού Ομήρου αρχ. 1. γυναίκα από τη Φώκαια, πόλη τής Μικράς Ασίας 2. η ευρύτερη περιοχή τής παραπάνω πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μακεδον ίς)] … Dictionary of Greek